- λειοκύμονος
- λειοκύ̱μονος , λειοκύμωνhaving low wavesgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειοκύμων — λειοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κύμων (< κῦμα), πρβλ. α κύμων, εγ κύμων] … Dictionary of Greek